συνεκφανίζομαι

συνεκφανίζομαι
Α
εμφανίζομαι συγχρόνως με κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + ἐκφανίζω «κάνω κάτι φανερό, εμφανίζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”